μελανοπτέρυξ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
υγος, ὁ, ἡ, = μελανόπτερος (black-winged), ὄνειρος E. Hec. 71 (anap.) ; with black fins, κορακῖνοι Ar. Fr. 537.
German (Pape)
[Seite 119] υγος, = Vorigem; ὄνειρος, Eur. Hec. 71; μελανοπτερύγων κορακίνων, Ar. bei Ath. VII, 308 f.
French (Bailly abrégé)
c. μελανόπτερος.
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνοπτέρυξ: ῠγος adj. Eur., Arph. = μελανόπτερος.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνοπτέρυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μελαίνας πτέρυγας, ὄνειρος Εὐρ. Ἑκ. 71· ἐπὶ ἰχθύων, ὁ ἔχων μαῦρα πτερύγια, κορακῖνος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 452.
Greek Monolingual
μελανοπτέρυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
1. μελανόπτερος
2. (για ψάρι) αυτός που έχει μαύρα πτερύγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πτέρυξ, -υγος].
Greek Monotonic
μελᾰνοπτέρυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, το προηγ., σε Ευρ.
Middle Liddell
μελᾰνο-πτέρυξ, ῠγος, = μελᾰνόπτερος, Eur.]