λίνυφος, -ον και λινυφής, -ές (Α)1. λινοϋφής2. φρ. «ἡ συντεχνία τῶν λινύφων» — η συντεχνία αυτών που κατεργάζονται το λίνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -υφος (< ὕφος), πρβλ. ορθόυφος, ταπίδυφος].