και λεοντάρι, το1. κοινή ονομασία του είδους Panthera leo, σαρκοφάγου θηλαστικού της οικογένειας αιλουροειδή, ο λέων2. μτφ. άνθρωπος ατρόμητος, γενναίος, λεοντόκαρδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντάριον, με συνίζηση (< λέων)].