λιοντάρι

Greek Monolingual

και λεοντάρι, το
1. κοινή ονομασία του είδους Panthera leo, σαρκοφάγου θηλαστικού της οικογένειας αιλουροειδή, ο λέων
2. μτφ. άνθρωπος ατρόμητος, γενναίος, λεοντόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντάριον, με συνίζηση (< λέων)].