λιπέλαιον

English (LSJ)

τό, Glossaria on pinguis olivi, Serv. ad Verg.E.5.68.

German (Pape)

[Seite 51] τό, fettes Oel, erwähnt Serv. zu Virg. Eccl. 5, 68.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπέλαιον: τό, λιπαρὸν ἔλαιον παρὰ Σερβίῳ εἰς Οὐεργιλ. Ἐκλογ. 5, 68.

Greek Monolingual

λιπέλαιον, τὸ (Α)
παχύ λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + ἔλαιον.