Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λιπόσωμα
Greek Monolingual
το (βιοχ.) λιπιδικό έγκλειστο, συνήθως σφαιρικό, του κυτταροπλάσματος, που αποτελεί τροφική πηγή για το κύτταρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. liposome<lip(ο)- (<λίπος) + -some (<σώμα)].