λιτροδόκη

English (LSJ)

ἡ, box for holding λίτραι, Phot. s.v. λίτρα.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτροδόκη: ἡ, κιβώτιον πρὸς φύλαξιν λιτρῶν, «νομισμοδόκη» Φώτ. ἐν λέξ. λίτρα.

Greek Monolingual

λιτροδόκη, ἡ (Α)
κιβώτιο όπου φυλάσσονταν λίτρες («λίτρα, τὴν νομισματοδόκην καλοῦσι
τὴν αυτὴν δὲ καὶ λιτροδόκην καλοῦσι», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρα + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόκη σιτο-δόκη].