λογάω

English (LSJ)

A to be fond of talking, Luc.Lex.15.
II λογάω or λογέω, fut. 3sg. λογήσει, perhaps will take account, Tyrt.Fr.1.42 Diehl.

French (Bailly abrégé)

λογῶ :
seul. prés.
avoir envie de parler.
Étymologie: λόγος.

German (Pape)

desiderat. zu λέγω, gern reden wollen, ἡ γλῶσσα λογᾷ Luc. Lexiph. 15.

Russian (Dvoretsky)

λογάω: иметь охоту говорить Luc.

Greek (Liddell-Scott)

λογάω: ἐφετικὸν τοῦ λέγω, ἀρέσκομαι ἢ ἐπιθυμῶ νὰ ὁμιλῶ Λουκ. Λεξιφ. 15.

Greek Monolingual

λόγος·1. στοχάζομαι, λογαριάζω, αναλογίζομαι
2. (το β' πληθ. προστ. ως διηγηματικό μόριο) λογάτε
λοιπόν, μαθές, σκεφθείτε, συλλογιστείτε.