λογομαχέω
English (LSJ)
fight about words, 2 Ep.Ti.2.14.
French (Bailly abrégé)
λογομαχῶ :
se battre en paroles, disputer, se quereller.
Étymologie: λόγος, μάχομαι.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
λογομᾰχέω: заниматься словопрением (εἰς οὐδὲν χρήσιμον NT).
Greek (Liddell-Scott)
λογομᾰχέω: ὡς καὶ νῦν, μάχομαι περὶ λόγων ἢ λέξεων, Β΄ Ἐπ. π. Τιμ. β΄, 14, Εὐστ.
English (Strong)
from a compound of λόγος and μάχομαι; to be disputatious (on trifles): strive about words.
English (Thayer)
λογομάχω; (from λγομαχος, and this from λόγος and μάχομαι); to contend about words; contextually, to wrangle about empty and trifling matters: 2 Timothy 2:14. (Not found in secular authors.)
Greek Monotonic
λογομᾰχέω: μέλ. -ήσω, μάχομαι με τα λόγια ή τις λέξεις, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
λογομᾰχέω, fut. -ήσω
to war about words, NTest.
Chinese
原文音譯:logomacšw 羅哥-馬黑哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:放置(說) -爭論
字義溯源:爭辯,訴訟,爭論,爭辯言語;由(λόγος)=話)與(μάχομαι)*=戰爭)組成;而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 爭辯言語(1) 提後2:14