λοξοβάμων

Greek (Liddell-Scott)

λοξοβάμων: [ᾱ], -ον, πορευόμενος πλαγίως ὡς ὁ καρκίνος, «λοξοβάμοσι (νῦν διωρθώθη λοξοβάμοισι) πλαγίως περιπατοῦσι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λοξοβάμων, -ον (Α)
αυτός που περπατά λοξά, όπως ο καρκίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βάμων (< βαίνω) (πρβλ. υψιβάμων, χαμαιβάμων)].

German (Pape)

ον, schräg, in die Quere gehend, wie der Krebs, Hesych.