χαμαιβάμων

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιβάμων: [ᾱ], -ον, ὁ χαμαὶ βαίνων, χαμηλός, ταπεινός, Νικητ. Χρον. 42D.

Greek Monolingual

-αίβαμον, Μ
1. αυτός που βαδίζει στη γη, στο έδαφος
2. (κατ' επέκτ.) ταπεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. οὐρανοβάμων, ὑψιβάμων].

German (Pape)

ονος, auf der Erde gehend, daher niedrig, Nicet.