και λωφάζω (Μ λωφάζω)ζαρώνω, ακινητοποιούμαι, ιδίως από φόβο ή από αμηχανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λωφάζω, με κώφωση < λωφῶ «αναπαύομαι, παύω»].