λοφαδίας

English (LSJ)

and λοφίας, ου, ὁ, first dorsal vertebra and skin over it, Poll.2.178.

Greek Monolingual

λοφαδίας και λοφίας, ὁ (Α)
ο πρώτος ραχιαίος σπόνδυλος, καθώς και το δέρμα που βρίσκεται πάνω σ' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου λοφάς, -άδος ()].