λοφίας
From LSJ
English (LSJ)
-ου, Ion. λοφίης, ὁ,
A having a back-fin, φάγρος Numen. ap.Ath.7.322f.
II v. λοφαδίας.
Greek (Liddell-Scott)
λοφίας: Ἰων. -ίης, ου, ὁ, ὁ ἔχων λοφιάν, ἤτοι πτερύγιον ἐπὶ τῆς ῥάχεως, φάγρος Νουμήν παρ’ Ἀθην. 322F.
Greek Monolingual
λοφίας, ιων. τ. λοφίης, ὁ (Α)
(για ψάρι)
1. αυτός που έχει πτερύγιο στη ράχη του
2. ο λοφαδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + επίθημα -ίας (πρβλ. ακανθίας].
German (Pape)
1 ου, ὁ, Bei Numen. in Ath. VII.322f φάγρον λοφίην, mit einer λοφιά versehen.
2 ὁ, nach Suid. ὁ τράχηλος.