λούκι

Greek Monolingual

το
1. υδροσωλήνας, υδρορρόη, κιούγκι
2. αυλάκι σε ξύλινη ή μεταλλική επιφάνεια
3. φρ. α) «μπήκα στο λούκι» — αναγκάστηκα να προσαρμοστώ ή να συμβιβαστώ αλλάζοντας σε έναν βαθμό τον τρόπο ζωής μου
β) «έπεσα σε λούκι» — βρέθηκα σε δυσάρεση κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. oluk].