λοῦσμα, τὸ (AM)μσν.πλύσιμοαρχ.(για το βάπτισμα) εξαγνισμός, κάθαρση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ- (πρβλ. ἔλου-σα, αόρ. του λούω) + κατάλ. -μα].