λυκόδους

Greek Monolingual

ο (Α λυκόδους, -οντος)
νεοελλ.
ισχυρή σφήνα που συγκρατεί τα λουριά της άμαξας
αρχ.
στον πληθ. οι λυκόδοντες
οι κυνόδοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. κρατερόδους, χαλκόδους)].