λυκόσπαστος

English (LSJ)

λυκόσπαστον, = λυκοσπάς (torn by wolves, drawn by the bit) 1, Hsch. s.v. λελυκωμένα.

Greek Monolingual

λυκόσπαστος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) λυκοσπάς, κατασπαραγμένος από λύκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -σπαστος (< σπάω), πρβλ. ανάσπαστος, νευρόσπαστος].

German (Pape)

λυκοσπάς, Hesych.