λυποτόκος

English (LSJ)

λυποτόκον, pain-producing, ἐκτὸς ἐὼν δακρύων καὶ λυποτόκων ὀδυνάων BCH4.406 (Halic.).

Greek Monolingual

λυποτόκος, -ον (Α)
αυτός που γεννά, που προξενεί λύπη, λυπηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θεοτόκος.