λυσανίας
English (LSJ)
-ου, ὁ, (λύω, ἀνία) ending sorrow, λ. κακῶν Ar.Nu.1162 (lyr.), cf. Hsch.; dub. cj. in Theopomp.Com.30.4.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui dissipe le chagrin.
Étymologie: λύω, ἀνία.
German (Pape)
[ῡ], ὁ, Schmerzenlöser, -stiller, κακῶν, Ar. Nub. 1146.
Russian (Dvoretsky)
λῡσανίας: ου ὁ успокоитель, избавитель (κακῶν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
λῡσᾰνίας: -ου, ὁ, (λύω, ἀνία) ὁ λύων τὰς ἀνίας, λ. κακῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 1162. πρβλ. παυσανίας.
Greek Monolingual
λυσανίας, ὁ (Α)
αυτός που διώχνει τις στενοχώριες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λύσ- (πρβλ. ἔλυσ-α, αόρ. του λύω) + -ανίας (< ἀνία), πρβλ. Παυσανίας].
Greek Monotonic
λῡσᾰνίας: -ου, ὁ (ἀνία), αυτός που σταματά τη θλίψη, σε Αριστοφ.