λυχνῖτις, -ιδος, ἡ (Α)1. το φυτό βαλλωτή2. το φυτό φλομίς.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + επίθημα -ῖτις (πρβλ. λιμενίτις, τοξίτις)].