Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λυχναίος
Greek Monolingual
λυχναῖος, -αία, -ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λυχνία 2.λυχνεύς. [ΕΤΥΜΟΛ.<λύχνος. Ο Ησύχιος παραδίδει μια γλώσσαλυχναῖος και λυχνεύς «ο διαυγήςλίθος», που αναφέρεται σε ένα είδος διαφανούς και διαυγούς πάριου μαρμάρου].