λωβάστρα, ἡ (Μ)τόπος όπου συχνάζουν οι λεπροί.[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβα «λέπρα» + κατάλ. -στρα, αναλογικά προς τα ουσ. σε -στρα (πρβλ. κονίστρα)].