λῄταρχος

English (LSJ)

ὁ, public priest, Lyc.991. (Cf. λήϊτον.)

Greek (Liddell-Scott)

λῄταρχος: ὁ, (λέϊτος) δημόσιος ἱερεύς, Λυκόφρ. 991. (Πρβλ. λήϊτον).

Greek Monolingual

λήταρχος, ὁ (Α)
δημόσιος ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊτον «ναός, δημόσιο κτήριο» + -αρχος (< ἀρχός < ἄρχω)].

German (Pape)

ὁ, öffentlicher Oberpriester, Lycophr. 991.