λήϊτον
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
τό, (λαός, λεώς) town-hall, council-chamber, as the Achaeans of Achaea Phthiotis called it, Hdt.7.197; = δημόσιον acc. to Plu. Rom.26, Id.2.280a:—Hsch. has λάϊτον· τὸ ἀρχεῖον, λαΐτων· τῶν δημοσίων τόπων; cf. λαιετόν, λαῖστρον, Suid., Zonar.:—Hsch. also quotes ληΐτη, λῃτή, = ἱέρεια, a public priestess.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 l'État;
2 chez les Achéens, la maison commune où se traitaient les affaires publiques.
Étymologie: λαός.
Greek Monolingual
λήϊτον και (κατά τον Ησύχ.) λάϊτον, τὸ (Α)
1. βουλευτήριο, πρυτανείο («ἔργεσθαι τοῦ ληΐτου αὐτοὶ φυλακὰς ἔχουσι [[[λήϊτον]] δὲ καλέουσι τὸ πρυτανήϊον οἱ Ἀχαιοί]», Ηρόδ.)
2. η πολιτεία, το δημόσιο, το κράτος («λήϊτον γὰρ τὀ δημόσιον ἔτι νῦν Ἕλληνες καὶ λαὸν τὸ πλῆθος ὀνομάζουσιν», Πλούτ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «λάϊτον
τὸ ἀρχεῖον» καὶ «λαΐτων
τῶν δημοσίων τόπων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱός (ιων. ληός, αττ. λεώς) + επίθημα -ιτον (πρβλ. άλφιτον, πόρφιτον)].
Greek Monotonic
λήϊτον: τό (λαός, λεώς), όνομα που έδιναν οι Αχαιοί στο δημόσιο αρχείο = με το Αθην. πρυτανεῖον, σε Ηρόδ., Πλούτ.
Frisk Etymological English
Meaning: townhall
See also: s. λαός.
Frisk Etymology German
λήϊτον: {lḗïton}
Meaning: Gemeindehaus
See also: s. λαός.
Page 2,115
German (Pape)
τό, = δημόσιον λῇτον, Plut. Qu.Rom. 67; aber Rom. 26 steht falsch λήϊτον γὰρ τὸν δῆμον ὀνομάζουσιν. – Nach Her. 7.197 bei den Achäern das Stadt- oder Gemeindehaus.