λήϊτον

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήϊτον Medium diacritics: λήϊτον Low diacritics: λήϊτον Capitals: ΛΗΪΤΟΝ
Transliteration A: lḗïton Transliteration B: lēiton Transliteration C: liiton Beta Code: lh/i+ton

English (LSJ)

τό, (λαός, λεώς) town-hall, council-chamber, as the Achaeans of Achaea Phthiotis called it, Hdt.7.197; = δημόσιον acc. to Plu. Rom.26, Id.2.280a:—Hsch. has λάϊτον· τὸ ἀρχεῖον, λαΐτων· τῶν δημοσίων τόπων; cf. λαιετόν, λαῖστρον, Suid., Zonar.:—Hsch. also quotes ληΐτη, λῃτή, = ἱέρεια, a public priestess.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 l'État;
2 chez les Achéens, la maison commune où se traitaient les affaires publiques.
Étymologie: λαός.

Greek Monolingual

λήϊτον και (κατά τον Ησύχ.) λάϊτον, τὸ (Α)
1. βουλευτήριο, πρυτανείο («ἔργεσθαι τοῦ ληΐτου αὐτοὶ φυλακὰς ἔχουσι [[[λήϊτον]] δὲ καλέουσι τὸ πρυτανήϊον οἱ Ἀχαιοί]», Ηρόδ.)
2. η πολιτεία, το δημόσιο, το κράτοςλήϊτον γὰρ τὀ δημόσιον ἔτι νῦν Ἕλληνες καὶ λαὸν τὸ πλῆθος ὀνομάζουσιν», Πλούτ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «λάϊτον
τὸ ἀρχεῖον» καὶ «λαΐτων
τῶν δημοσίων τόπων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱός (ιων. ληός, αττ. λεώς) + επίθημα -ιτον (πρβλ. άλφιτον, πόρφιτον)].

Greek Monotonic

λήϊτον: τό (λαός, λεώς), όνομα που έδιναν οι Αχαιοί στο δημόσιο αρχείο = με το Αθην. πρυτανεῖον, σε Ηρόδ., Πλούτ.

Frisk Etymological English

Meaning: townhall
See also: s. λαός.

Frisk Etymology German

λήϊτον: {lḗïton}
Meaning: Gemeindehaus
See also: s. λαός.
Page 2,115

German (Pape)

τό, = δημόσιον λῇτον, Plut. Qu.Rom. 67; aber Rom. 26 steht falsch λήϊτον γὰρ τὸν δῆμον ὀνομάζουσιν. – Nach Her. 7.197 bei den Achäern das Stadt- oder Gemeindehaus.