μάδισος

English (LSJ)

ὁ, = δίκελλα, Hsch.:—also μαδιβός, Id.

Greek Monolingual

μάδισος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δίκελλα», δικέλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. μαδίζω + επίθημα -σος (πρβλ. ταμεῖν: Τάμισος, μεθύω: μέθυσος)].