μάκτρον

English (LSJ)

τό, wiper, towel, Alex.Trall.Febr.1.

German (Pape)

[Seite 86] τό, Tuch zum Abwischen, Aler. Trall.

Greek Monolingual

το (Α μάκτρον)
κομμάτι υφάσματος με το οποίο σκουπίζει ή σκουπίζεται κάποιος, προσόψιο, πετσέτα
νεοελλ.
στρατ. ξύλινο κοντάρι με κυλινδρική ψήκτρα στην άκρη του, με την οποία καθαρίζεται και επαλείφεται με λιπαντικό το κοίλο τών σωλήνων τών πυροβόλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ- του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα -τρον (πρβλ. πλήκτρο)].

Greek (Liddell-Scott)

μάκτρον: τό, τὸ δι’ οὗ σπογγίζεταί τις, «προσόψι», «χαυλί», Εὐμάθ. σ. 62, Ἀλεξ. Τραλλ. 12. 671.

Mantoulidis Etymological

(=προσόψι, πετσέτα). Ἀπό τό μάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.