μάμμος

English (LSJ)

οἰκέτης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 91] ὁ, erkl. Hesych. οἰκέτης.

Greek (Liddell-Scott)

μάμμος: «οἰκέτης» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
ο
μαιευτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαμμή «μαία», με αλλαγή γένους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].
(II)
μάμμος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκέτης».