μάνατζμεντ

Greek Monolingual

το
η τεχνική της διοίκησης, διεύθυνσης και οργάνωσης επιχειρήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. management (βλ. και μάνατζερ)].