μάνατζερ
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
ο
1. οικονομικός σύμβουλος και διαχειριστής τών συμφερόντων καλλιτεχνών, αθλητών κ.λπ.
2. προπονητής αθλητή
3. διευθυντής επιχείρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. manager < manage < ιταλ. maneggio].