μάντρωμα

Greek Monolingual

το μαντρώνω
1. το κλείσιμο ζώων σε μαντρί
2. περίφραξη χώρου με μαντρότοιχο, με μάντρα
3. υποχρεωτική παραμονή σε κλειστό χώρο.