μαντρώνω

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source

Greek Monolingual

1. μαντρίζω, κλείνω ζώα σε μαντρί
2. περιβάλλω έναν χώρο με μαντρότοιχο
3. περιορίζω κάποιον σε κλειστό χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντρα ή μαντρί].