μάχλης

English (LSJ)

μάχλου, ὁ, = μάχλος, Hsch.:—fem. μαχλίς, Id.

German (Pape)

[Seite 103] ὁ, = μάχλος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μάχλης: -ου, ὁ, = μάχλος, Ἡσύχ.· θηλ. μαχλίς, αὐτόθι.

Greek Monolingual

μάχλης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ο μάχλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μάχλος «λάγνος, ακόλαστος», κατά τα αρσ. σε -ής].

Translations

‎===catamite=== Chinese Mandarin: 孌童/娈童; Coptic: ⲙⲁⲗⲁⲕⲟⲥ; Finnish: katamiitti; French: catamite; German: Lustknabe; Ancient Greek: ἀνδρόγυνος, ἀνδρόπορνος, ἐρώμενος, κίναιδος, λάσταυρος, λωγάλιος, μαλακός, μάχλης, μάχλος, πόρνος, σφίγκτης; Hebrew: קָדֵשׁ‎; Hindi: विदूषक; Japanese: 陰間, 稚児; Latin: catamitus, pathicus, delicium, glaber; Mongolian: ᠠᠷᠤᠤᠬᠠᠨ; ᠬᠥᠪᠡᠭᠦᠨ, аруухан хөвгүүн; Ottoman Turkish: ككز‎, حیز‎, ابنه‎; Pashto: چسکه‎; Persian: بچه‌قشنگ‎, بچه‌خوشگل‎; Portuguese: catamita; Russian: катамит; Sanskrit: विदूषक; Spanish: catamito; Turkish: oğlan; Uyghur: ھەزىلەك‎