μέλλοντας

Greek Monolingual

ο (Α μέλλων)
ο χρόνος του ρήματος που δηλώνει ότι μια πράξη θα γίνεται επαναληπτικά στο μέλλον ή θα γίνει μία φορά ή θα έχει τελειώσει κάποια στιγμή του μέλλοντος (α. «διαρκήςεξακολουθητικός] μέλλοντας» β. «στιγμιαίος μέλλοντας» γ. «συντελεσμένος [ή τετελεσμένος] μέλλοντας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μέλλων (> μέλλοντας) είναι ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. της μτχ. του ρ. μέλλω.