μέσοφρυς

Greek Monolingual

μέσοφρυς, -υος, ὁ (Α)
το μεσόφρυο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ὀφρῡς (πρβλ. λεύκοφρυς, μίξοφρυς)].