λεύκοφρυς
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
λεύκοφρυ, gen. λευκόφρυος,
A white-browed, ἀγορή Orac. ap. Hdt.3.57.
II λευκόφρυς, v. λυκόφρυς.
German (Pape)
[Seite 35] υος, ἀγορή, mit weißen Augenbrauen, Orak. bei Her. 3, 57.
Russian (Dvoretsky)
λεύκοφρυς: υος adj. досл. белобровый, перен. с белой оградой или с белым карнизом (ἀγορή Her.).
Greek (Liddell-Scott)
λεύκοφρυς: υ, γεν. -υος, ὁ ἔχων λευκὰς ὀφρῦς, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα, «Λεύκοφρυς· ἡ Τένεδος τὸ πάλαι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-υ (Α λεύκοφρυς, -υ)
αυτός που έχει άσπρα φρύδια
αρχ.
1. (για αγορά) αυτή που περιβάλλεται από μαρμάρινες στοές
2. (κατά τον Ησύχ.) ως κύριο όν. ἡ Λεύκοφρυς
παλαιά ονομασία της Τενέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ὀφρύς (πρβλ. μελάνοφρυς). Η λ. ως ανθρωπωνύμιο Λεύκοφρυς μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή reukoroopu2ru].
Greek Monotonic
λεύκοφρυς: -υ, γεν. -υος, αυτός που έχει λευκά φρύδια, Χρησμ. παρ' Ηροδ.