λεύκοφρυς

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεύκοφρῠς Medium diacritics: λεύκοφρυς Low diacritics: λεύκοφρυς Capitals: ΛΕΥΚΟΦΡΥΣ
Transliteration A: leúkophrys Transliteration B: leukophrys Transliteration C: leykofrys Beta Code: leu/kofrus

English (LSJ)

λεύκοφρυ, gen. λευκόφρυος,
A white-browed, ἀγορή Orac. ap. Hdt.3.57.
II λευκόφρυς, v. λυκόφρυς.

German (Pape)

[Seite 35] υος, ἀγορή, mit weißen Augenbrauen, Orak. bei Her. 3, 57.

Russian (Dvoretsky)

λεύκοφρυς: υος adj. досл. белобровый, перен. с белой оградой или с белым карнизом (ἀγορή Her.).

Greek (Liddell-Scott)

λεύκοφρυς: υ, γεν. -υος, ὁ ἔχων λευκὰς ὀφρῦς, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα, «Λεύκοφρυς· ἡ Τένεδος τὸ πάλαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-υ (Α λεύκοφρυς, -υ)
αυτός που έχει άσπρα φρύδια
αρχ.
1. (για αγορά) αυτή που περιβάλλεται από μαρμάρινες στοές
2. (κατά τον Ησύχ.) ως κύριο όν. ἡ Λεύκοφρυς
παλαιά ονομασία της Τενέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ὀφρύς (πρβλ. μελάνοφρυς). Η λ. ως ανθρωπωνύμιο Λεύκοφρυς μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή reukoroopu2ru].

Greek Monotonic

λεύκοφρυς: -υ, γεν. -υος, αυτός που έχει λευκά φρύδια, Χρησμ. παρ' Ηροδ.