μεσόφρυο

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

το (Α μεσόφρυον) μέσοφρυς
το μέρος του προσώπου που βρίσκεται πάνω από τη ρίζα της μύτης και ανάμεσα στα δύο φρύδια, κν. μεσόφρυδο.