μέταξα

English (LSJ)

ης, ἡ, raw silk, Procop.Arc.25, Lyd.Mag.2.4, etc. (The etym. is unknown: an earlier Latin form mataxa in Lucil.1192, Vitr. 7.3.2 in the sense of 'floss', 'tow'.)

German (Pape)

[Seite 151] ἡ, auch μάταξα geschrieben, ein Fremdwort, rohe Seide, u. Seide überhaupt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μέταξα: ἡ, Λατ. metaxa, ἀκατέργαστον μετάξι, «μετάξι», Προκόπ., κτλ.· ὡσαύτως μάταξα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 46· - ὑποκορ. μετάξιον, τό, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 760· - μεταξάριος, ὁ, ὁ κατεργαζόμενος τὴν μέταξαν, «μεταξᾶς», Βασιλικ. Ἐκκλ. 25, τιτ. 12, § 56. - Ἅπαντα ξενικά· ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μέταξα, Μ και μετάξα)
κλωστική και υφαντική ύλη που εκκρίνεται από την κάμπια του μεταξοσκώληκα
νεοελλ.
1. νήμα που κατασκευάζεται από αυτήν την ύλη
2. φρ. «μέταξα τεχνητή» ή «μέταξα φυτική» — το ρεγιόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης (πρβλ. λατ. mātaxa / mētaxa)].