κάμπια
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
Greek Monolingual
και κάμπη, η (AM κάμπη)
είδος εντόμου
νεοελλ.
1. το σκωληκόμορφο νεογνό τών λεπιδόπτερων εντόμων (πεταλούδες), από τη στιγμή που θα εκκολαφθεί ώς τη μεταμόρφωσή του σε χρυσαλλίδα
2. ειδικά η επιβλαβής κάμπια τών πεύκων (κνηθοκάμπη)
2. ανατ. «κάμπη κολική» — το σημείο όπου κάμπτεται το παχύ έντερο
αρχ.
1. επιγρ. κόσμημα που μοιάζει με κάμπια
2. η κάμπια του μεταξοσκώληκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν το κάμπη παράγωγο του ρ. κάμπτω, πράγμα που μπορεί να αληθεύει, αν η λ. δεν είναι απλώς συγγενής, αναγόμενη στην ίδια ΙΕ ρίζα kam-p- «κάμπτω», οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. kapana «κάμπια» και το λεττον. kape «χρυσαλλίδα, κάμπια». Το νεοελλ. κάμπια είναι μεταπλασμένος τ. του κάμπη κατά τα θηλ. ουσ. σε -α (πρβλ. φώκη > φώκια)].