μήνυση
Greek Monolingual
η (Α μήνυσις και δωρ. τ. μάνυσις) νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μηνύω, η προφορική ή γραπτή καταγγελία στις αρμόδιες ανακριτικές αρχές αξιόποινης πράξης η οποία διώκεται αυτεπάγγελτα
αρχ.
1. παροχή πληροφοριών, μήνυμα
2. προοιώνισμα, προειδοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω. Βλ. λ. μήνυμα.