μίκτης
Greek Monolingual
και μείκτης, ο, θηλ. μίκτρια και μείκτρια
1. αυτός που αναμιγνύει, που ανακατεύει
2. ηλεκτρονική συσκευή πολλαπλής χρήσης για την παρασκευή διαφόρων φαγητών ή γλυκισμάτων, το μίξερ
3. (ραδιοηλεκτρ.) διάταξη που χρησιμοποιείται στους ραδιοφωνικούς πομπούς και δέκτες και η οποία αναμιγνύει δύο διαφορετικά σήματα και σχηματίζει έτσι ένα νέο σήμα με επιθυμητές ιδιότητες
4. μουσ. η κεντρική ηλεκτρονική συσκευή που επιτρέπει τη σωστή ηχοληψία ή μετάδοση ηχητικών κυμάτων
5. φρ. «μίκτρια λυχνία» ηλεκτρονική λυχνία, συνήθως πολλαπλών στοιχείων, που αποτελεί το κύριο μέρος της διάταξης του μίκτη ενός πομπού ή ενός δέκτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίγνυμι / μείγνυμι].