μαγιανός
English (LSJ)
μαγιανή, μαγιανόν, inscribed with charms, ψέλιον BGU1065.8 (pl., i A.D.), POxy. 259.12 (i A.D.).
Greek Monolingual
μαγιανός, -ή, -όν (Α)
(επιγρ.-πάπ.) αυτός που έχει γραμμένα, ζωγραφισμένα επάνω του μάγια, ξόρκια ή μαγικά σημεία («μαγιανὸν ψέλιον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάγος + κατάλ. -ιανός (< λατ. κατάλ. -ianus, πρβλ. christianus (χριστιανός), πρβλ. και σκορπ-ιανός, ταυρ-ιανός].