Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μαγνήτιση
Greek Monolingual
η 1. η μετάδοση τών ιδιοτήτων του μαγνήτη σε άλλα σώματα, η μετατροπή ενός μετάλλου σε μαγνήτη 2.μτφ. η άσκηση γοητείας πάνω σε κάποιον, έλξη, καταγοήτευση, μάγεμα. [ΕΤΥΜΟΛ.<μαγνητίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Καλλιβούρση].