μάγεμα
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek Monolingual
και μάγευμα, το (Α μάγευμα) μαγεύω
μαγικό τέχνασμα, μαγεία, μάγια («βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν», Ευρ.)
νεοελλ.
γοητεία, σαγήνη, αισθητική έλξη ή απόλαυση («το προσωπάκι σου στάλαζ' ένα μάγεμα», Παλαμ.)
αρχ.
έντεχνη παρασκευή φαγητού, έντεχνο μαγείρεμα.