μαζώνω

Greek Monolingual

μαζώνω) μάζα
μαζεύω
μσν.
φρ. α) «μαζώνω τὴ βουλή μου» — παίρνω απόφαση
β) «μὲ μαζώνει ὁ Χάρος» — πεθαίνω.