μακροχρονιότητα
Greek Monolingual
η (Α μακροχρονιότης, -ητος) μακροχρόνιος
1. η μακρά διάρκεια, το μεγάλο χρονικό διάστημα
2. μακροζωία, μακροβιότητα.
η (Α μακροχρονιότης, -ητος) μακροχρόνιος
1. η μακρά διάρκεια, το μεγάλο χρονικό διάστημα
2. μακροζωία, μακροβιότητα.