μακρόηλος
English (LSJ)
μακρόηλον, with long nails, Theognost.Can.84.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόηλος: -ον, ἔχων μακροὺς ἥλους, Θεογνώστ. Καν. 84. 23.
Greek Monolingual
μακρόηλος, -ον (Μ)
αυτός που έχει μακριά καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + ἧλος «καρφί» (πρβλ. αργυρόηλος)].