μακρόχρονος

Greek (Liddell-Scott)

μακρόχρονος: -ον, = μακροχρόνιος, Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 744.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM μακρόχρονος, -ον)
μακροχρόνιος
νεοελλ.
(για φθόγγο ή συλλαβή) μακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + χρόνος (πρβλ. πολύχρονος)].