μαλάκωμα
Greek Monolingual
το μαλακώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαλακώνω, μαλάκυνση, απάλυνση
2. καταπράυνση, κατευνασμός («το μαλάκωμα του θυμού»)
3. (για την καιρική κατάσταση) η μετατροπή προς το πιο ήπιο, η καλυτέρευση.
το μαλακώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαλακώνω, μαλάκυνση, απάλυνση
2. καταπράυνση, κατευνασμός («το μαλάκωμα του θυμού»)
3. (για την καιρική κατάσταση) η μετατροπή προς το πιο ήπιο, η καλυτέρευση.