μαραγγιάζω
Greek Monolingual
και μαραγκιάζω
1. (για φυτά, άνθη και καρπούς) μαραίνομαι, ξεραίνομαι, χάνω τη θαλερότητα και τη φρεσκάδα μου
2. μτφ. χάνω την ευρωστία, τη ζωτικότητά μου, γερνώ
3. μαραίνω, ξεραίνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαραντιάζω < μαραντός < μαραίνω, αναλογικά με άλλα ρήματα σε -γγιάζω, -κιάζω δηλωτικά ασθένειας (πρβλ. χτικιάζω, λυγκιάζω, ξεραγκιάζω)].