μαραθίτης

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, flavoured with fennel, οἶνος Dsc.5.65, Gp.8.9.

Greek Monolingual

μαραθίτης, ὁ (ΑM)
παρασκευασμένος από μάραθο ή αρωματισμένος με μάραθοοἶνος μαραθίτης», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάραθον + επίθημα -ίτης (πρβλ. καλαμίτης, σταφυλίτης)].